Η πράξη δείχνει ότι το εργαλείο των εκποιήσεων δεν τυγχάνει ευρείας χρήσης στην Κύπρο, αλλά η διασαφήνιση του θεσμικού πλαισίου τον Δεκέμβριο του 2023 και το κλείσιμο της σχετικής δημόσιας συζήτησης έφερε επιτάχυνση αναδιαρθρώσεων και αποπληρωμών μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ). Εκ του αποτελέσματος δεν επαληθεύονται οι φόβοι για ένα μαζικό κύμα πλειστηριασμών. Αντίθετα, η σημαντική ανταπόκριση στο Σχέδιο «Ενοίκιο Έναντι Δόσης» δείχνει ότι το σχέδιο δίνει λύσεις σε πραγματικά ευάλωτους δανειολήπτες και το υφιστάμενο θεσμικό πλαίσιο των εκποιήσεων ασκεί αποτελεσματική πίεση για λύσεις χωρίς ενεργοποίηση του εργαλείου της εκποίησης.
Υπενθυμίζεται ότι η τελευταία μεταρρύθμιση αποσκοπεί στην επίτευξη ισορροπίας μεταξύ της προστασίας των πραγματικά ευάλωτων δανειοληπτών και της αποτροπής της κατάχρησης του συστήματος από στρατηγικούς κακοπληρωτές, μέσω της επιτάχυνσης της διαδικασίας των κατασχέσεων και τη διεύρυνση του ρόλου του Χρηματοοικονομικού Διαμεσολαβητή.
«Κατά τους πρώτους εννέα μήνες του 2024, ο ρυθμός των κινήσεων αναγκαστικής εκτέλεσης για μη συνεργάσιμους δανειολήπτες ήταν αργός, αλλά οι ανεπίσημες παρατηρήσεις δείχνουν ότι οι οφειλέτες αύξησαν τις αποπληρωμές των μη εξυπηρετούμενων δανείων τους ή επιδίωξαν διακανονισμό σε μεγαλύτερο αριθμό πριν από την έναρξη των πλειστηριασμών. Η ταχεία διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης μειώνει την αβεβαιότητα σχετικά με τον χρόνο και την αξία της ανάκτησης και χρησιμεύει ως αποτρεπτικός παράγοντας για τους στρατηγικούς κακοπληρωτές, βελτιώνοντας έτσι πειθαρχία στις πληρωμές και ως μηχανισμός διατήρησης της ποιότητας των περιουσιακών στοιχείων των δανειοληπτών», τονίζεται στην έκθεση της πρόσφατης 17ης αποστολής των ευρωπαϊκών αρχών για τη μετα-μνημονιακή αξιολόγηση της Κύπρου.
«Οι μεταρρυθμίσεις που εισήχθησαν», προστίθεται, «όπως το σύστημα μετατροπής δανείου σε ενοίκιο και η ανανεωμένη διαδικασία κατάσχεσης, εφαρμόζονται. Το ενδιαφέρον για το σχέδιο «Ενοίκιο Έναντι Δόσης» ξεπέρασε τις προσδοκίες. Η διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης λειτούργησε χωρίς διακοπή τους πρώτους εννέα μήνες του 2024 και λειτουργεί ως αξιόπιστη απειλή για τους δανειολήπτες, αυξάνοντας τις αποπληρωμές των μη εξυπηρετούμενων δανείων».
Το βαρίδι
Στο ίδιο πνεύμα κινήθηκε και ο διοικητής της Κεντρικής Τράπεζας, Χριστόδουλος Πατσαλίδης, στην τοποθέτησή του στην Κοινοβουλευτική Επιτροπή Οικονομικών για τον προϋπολογισμό του 2025.
«Σημαντικές», είπε, «είναι οι αλλαγές στο πλαίσιο εκποιήσεων, οι οποίες έχουν ψηφιστεί το 2023. Οι τελευταίες νομοθετικές ρυθμίσεις ενισχύουν τη διαφάνεια, προωθώντας την εξεύρεση λύσης μεταξύ των δύο μερών, πριν την ενεργοποίηση των πιο ακραίων επιλογών, όπως αυτή της εκποίησης, ενώ παραχωρούν πρόσθετα δικαιώματα σε ευάλωτες κοινωνικές ομάδες. Σύμφωνα όμως με στοιχεία που συλλέγονται από τράπεζες και Εταιρείες Εξαγοράς Πιστώσεων, δεν φαίνεται να έχουν τύχει ευρείας χρήσης οι νέες πρόνοιες του νόμου».
Ο κ. Πατσαλίδης ζήτησε από το νομοθετικό Σώμα να μην ξεχνά ότι παραμένει από την κρίση του 2013 το βαρίδι των μη εξυπηρετούμενων δανείων, αν και σημαντικά μειωμένο, από το οποίο οι τράπεζες πρέπει να απαλλαγούν.
Ο δείκτης των ΜΕΔ υποχώρησε τον Ιούνιο του 2024 στο 6,9% (1,669 δισ. ευρώ) από 7,9% (1.892 εκατ. ευρώ) που ήταν τον Δεκέμβριο του 2023, με τον διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας να τονίζει ότι το ποσοστό αυτό είναι υψηλό σε σύγκριση με τον ευρωπαϊκό μέσο δείκτη (1,9%), με σημαντικές αποκλίσεις μεταξύ των κυπριακών τραπεζών.
«Και ασφαλώς, ο κίνδυνος για νέες αθετήσεις δεν είναι ποτέ ανύπαρκτος, ιδιαίτερα σε περιβάλλον αυξημένων προκλήσεων. Συνεπώς, από εποπτικής πλευράς, είναι υψίστης σημασίας η σωστή διαχείριση και στενή παρακολούθηση των δανειακών χαρτοφυλακίων των τραπεζών για την έγκαιρη αντιμετώπιση τυχόν προβλημάτων και την παροχή βιώσιμων αναδιαρθρώσεων, όπου αυτό είναι εφικτό», επεσήμανε ο κ. Πατσαλίδης.
Ανθεκτικότητα των τραπεζών
Ο διοικητής της Κεντρικής Τράπεζας δεν παραλείπει να τονίσει και την ανθεκτικότητα που έχει επιδείξει ο τραπεζικός τομέας, ενισχύοντας τους δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας και ρευστότητας.
Σύμφωνα με την Κεντρική Τράπεζα, η κεφαλαιακή επάρκεια του κυπριακού τραπεζικού τομέα έχει φτάσει κατά τον Ιούνιο του 2024 στο 22,5% σε σύγκριση με 16,1% που είναι ο μέσος όρος της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Παράλληλα, το κυπριακό τραπεζικό σύστημα διατηρεί πλεονάζουσα ρευστότητα, με τον σχετικό δείκτη κατά το πρώτο εξάμηνο του 2024 να φτάνει το 328%, ποσοστό πέραν του τριπλάσιου του εποπτικού απαιτούμενου (100%) και σχεδόν διπλάσιο του μέσου όρου στην Ευρώπη (163,2%).
Επιπρόσθετα, η κερδοφορία των τραπεζών παρουσιάζει μια αξιοσημείωτη αύξηση, αφού κατά το πρώτο εξάμηνο του 2024 καταγράφηκαν κέρδη ύψους €0,6 δισ., με την απόδοση κεφαλαίων να φτάνει το 21,3% σε ετήσια βάση, πολύ πιο πάνω δηλαδή από τον μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης που ήταν στο 10,9%.
«Μέσα στο αβέβαιο μακροοικονομικό περιβάλλον και με αυξανόμενο γεωπολιτικό κίνδυνο, είναι ιδιαίτερα σημαντικό να μπορούν οι τράπεζές μας να ενδυναμώνουν την ανθεκτικότητά τους για να μπορούν να ανταποκρίνονται με επάρκεια στις τρέχουσες προκλήσεις», τόνισε ο κ. Πατσαλίδης.
Σημαντικό μέρος της εξίσωσης για τη διατήρηση της ανθεκτικότητας του τομέα είναι η δυνατότητα έγκαιρης και αποτελεσματικής διαχείρισης των ΜΕΔ για να προστατεύεται η κεφαλαιακή επάρκεια.